πολυδήριτος

πολυδήριτος
-ον, Α
αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δῆρις, -ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφι-δήριτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυδηρίτοιο — πολυδήριτος much contested masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδηρις — ὁ, ἡ, Α πολυδήριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις «μάχη» (πρβλ. δύσ δηρις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”